Ενώ τα ισπανικά κρασιά συμπεριφέρονται αρκετά καλά στις εξαγωγές, στην εγχώρια αγορά, η κατάσταση είναι ανησυχητική. Η κατανάλωση μειώθηκε σε 18 λίτρα ανά κάτοικο ετησίως, ένα ακατανόητο επίπεδο για μια αμπελουργική χώρα η οποία ανέκαθεν
θεωρούσε κρασί ως μέρος του πολιτισμού της.
Συγκριτικά, η κατανάλωση στην Ελβετία είναι 42 λίτρα ανά κάτοικο και ανά έτος, ενώ στην Γαλλία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, που είναι σημαντικές χώρες παραγωγής στην Ευρώπη, η κατανάλωση φλερτάρει με τα 50 λίτρα το χρόνο.
Η μείωση της κατανάλωσης στην Ισπανία, είναι ακόμη πιο ακατανόητη, αφού συμπίπτει με την ανάπτυξη νέων οίνων ποιότητας όπως Ribera de Duero, Rias Baixas και Albariños, αλλά και με την επανάσταση ποιότητας στη La Rioja.
Στη δεκαετία του 1980, η κατανάλωση οίνου ανερχόταν στα 50 λίτρα ανά κάτοικο ανά έτος και ήταν όμοια με εκείνη της μπύρας. Τριάντα χρόνια αργότερα, σε κάθε λίτρο κρασί που καταναλώνεται, αντιστοιχεί τρεις φορές περισσότερη μπύρα.
Οι νεότερες γενιές έχουν μετατραπεί σε καταναλωτές μπύρας και οινοπνευματωδών ποτών σε βάρος του κρασιού, προϊόν που θεωρείται ως ελιτίστικο και ακριβό και καταναλώνεται κυρίως από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου